- εξοφλητικός
- -ή, -ό1. αυτός που γίνεται για εξόφληση, συντάσσεται κατά την εξόφληση («εξοφλητική απόδειξη»)2. το ουδ. ως ουσ. το εξοφλητικό(ν)έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται η εξόφληση χρέους.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].
Dictionary of Greek. 2013.