εξοφλητικός

εξοφλητικός
-ή, -ό
1. αυτός που γίνεται για εξόφληση, συντάσσεται κατά την εξόφληση («εξοφλητική απόδειξη»)
2. το ουδ. ως ουσ. το εξοφλητικό(ν)
έγγραφο με το οποίο βεβαιώνεται η εξόφληση χρέους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εξοφλητικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται στην εξόφληση (βλ. λ.), που γίνεται για εξόφληση: Εξοφλητική απόδειξη. 2. το ουδ. ως ουσ., εξοφλητικό (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοφλητήριος — ο 1. εξοφλητικός 2. το ουδ. ως ουσ. το εξοφλητήριο το εξοφλητικό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • εξοφλητήριος — α, ο 1. εξοφλητικός (βλ. λ.). 2. το ουδ. ως ουσ., εξοφλητήριο (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”